24 Σεπτεμβρίου 2010

ΟΙ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ

Για όσους ενδιαφέρονται για το πού (το) πάνε οι νεοελληνικές σπουδές διεθνώς, το 4ο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών, που ολοκληρώθηκε πριν από λίγες ηµέρες στη Γρανάδα της Ισπανίας, υπήρξε σίγουρα ένας καλός δείκτης. Οι περισσότερες από 350 ανακοινώσεις πανεπιστηµιακών, που προέρχονταν από την Ελλάδα αλλά και 15 τουλάχιστον χώρες της Ευρώπης και της Αµερικής, έδειξαν µια δυναµική. Ελληνικά προγράµµατα υπάρχουν και συντηρούνται σε µεγάλα πανεπιστήµια όλων σχεδόν των χωρών της Ευρώπης, ενώ στην (πρώην) Ανατολική Ευρώπη δηµιουργούνται νέα τµήµατα (καλά παραδείγµατα η Γεωργία, η Ρωσία, η Σερβία) και οι πανεπιστηµιακοί φοιτητές νεοελληνικών αυξάνονται. Αν κανείς συνυπολογίσει µια κινητικότητα που αχνοφαίνεται στην Ασία (ιδίως στην Κίνα), αλλά και τις υπάρχουσες πανεπιστηµιακές έδρες ελληνικών στην Αυστραλία και την Αµερική, τότε µπορεί να µιλήσει για µια κρίσιµη στιγµή για την πανεπιστηµιακή πορεία των νεοελληνικών σπουδών «προς τα έξω».



Οµως αυτήν τη στιγµή, όλο και περισσότερο, βλέπουµε νοµίζω να αναδύονται δυο ανταγωνιστικά µοντέλα για το τι σηµαίνουν οι νεοελληνικές σπουδές και ποια πρέπει να είναι η διεθνής παρουσία τους. Απ’ τη µια η πιο συντηρητική άποψη, που στοχεύει (ή, µάλλον, που αρκείται) σε µια παρουσία νεοελληνικών σπουδών σε ξένα πανεπιστήµια η οποία θα συντηρείται από ελληνικές κρατικές ή άλλες χορηγίες, θα επικεντρώνεται στη γλωσσική διδασκαλία και θα αναπαράγει παραδείγµατα σκέψης για τον ελληνικό πολιτισµό µάλλον παραδοσιακά. Αυτό είναι ένα µοντέλο που υιοθετείται συχνά στην Ανατολική, αλλά πλέον κάποτε και στην Κεντρική Ευρώπη, όπου άλλωστε το παλιό καθεστώς της πανεπιστηµιακής έδρας βοηθάει την υποστήριξη παραδοσιακών σχηµάτων γενικώς. Απ’ την άλλη, υπάρχει η άποψη που επιµένει ότι οι νεοελληνικές σπουδές πρέπει, ιδιαίτερα εκτός Ελλάδας, να πείσουν για την ενέργεια, την αναλυτική τους δυναµική, τη συγκριτική τους ετοιµότητα και τη γενικότερη αξία τους ως προοδευτικός και εξελιγµένος κλάδος των ανθρωπιστικών σπουδών. Αυτή την άποψη υιοθετούν (κάποτε και εξ ανάγκης) νεοελληνικά τµήµατα που επιβιώνουν σε χώρες µε µεγαλύτερη πανεπιστηµιακή κινητικότητα, όπως η Αγγλία, οι ΗΠΑ, η Γερµανία και σε ένα βαθµό και η Αυστραλία.
Αυτά τα δυο µοντέλα αξίζει να προσεχθούν περισσότερο – εκτός των άλλων και από όσους στην Ελλάδα χαράσσουν εκπαιδευτική πολιτική. Το πρώτο µοντέλο είναι εθνικώς επιβεβαιωτικό, αποφέρει βραχυπρόθεσµα κέρδη και τη µάλλον επιφανειακή και αφελή εικόνα µιας ελληνοµάθειας που εκτείνεται στα πέρατα του κόσµου. Στηρίζεται εντούτοις, και µε τη σειρά του στηρίζει την ελληνική τάση προς οµφαλοσκόπηση και αυτοσπουδαιολογία, κι έτσι µακροπρόθεσµα συνήθως αποτυγχάνει.
Αυτό δείχνει άλλωστε και η πείρα πολλών νεοελληνικών εδρών της Κεντρικής Ευρώπης, που κάποτε βρέθηκαν σε ακµή και τώρα παρακµάζουν περιµένοντας την ελληνική χορηγία. Το δεύτερο µοντέλο, αντίθετα, είναι ικανό να εξασφαλίσει στα νεοελληνικά µια περισσότερο µακροπρόθεσµη διεθνή παρουσία, δηµιουργώντας τις προϋποθέσεις για την ένταξή τους σε µεγαλύτερες, διεθνείς συζητήσεις. Ενα απλό παράδειγµα: οι πιο έντονες συζητήσεις διεθνώς γίνονται αυτήν τη στιγµή γύρω από ζητήµατα ταυτοτήτων, ατοµικών και συλλογικών, νεωτερικής συγκρότησης των εθνών και των εθνικών ιδεολογιών, διασπορικότητας, µετανάστευσης και µετακίνησης. Οι ελληνικές σπουδές βρίσκονται σε προνοµιακή θέση να πλουτίσουν τον διεθνή προβληµατισµό σχετικά µε την εθνική ιδεολογία και τις κατασκευές της (συµπεριλαµβανοµένης και της ιδέας της εθνικής κουλτούρας), να αναδείξουν ζητήµατα διασπορικότητας και νέας µετανάστευσης, να µιλήσουν για τις φοβίες της αντιπαγκοσµιοποίησης αλλά και τη νέα κινηµατικότητα που βασίζεται σε πιο ανοιχτές πολιτικές της ταυτότητας.
Υποψιάζοµαι όµως δυστυχώς ότι για κάποιους είναι καλύτερο, αντί του προβληµατισµού για το έθνος, τη διασπορικότητα, τις κατασκευές της ταυτότητας, να συνεχίσουµε αντ’ αυτού να πουλάµε προς το εξωτερικό ακαδηµαϊκό ξερολισµό, συν το «Ελλάδα χώρα του φωτός» και το «παιδιά του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη» (µε τη γνωστή µουσική επένδυση: λιγάκι ροκ, λιγάκι τσιφτετέλι). Είµαστε έτοιµοι να υιοθετήσουµε ένα µοντέλο ελληνικών σπουδών που θα κοιτούν προς τα έξω συµµετέχοντας στις σύγχρονες συζητήσεις ως ίσες προς ίσους; Ή προτιµούµε την καταδικασµένη, οµφαλοσκοπική «εξαγωγή νεοελληνισµού» η οποία, την ίδια στιγµή που όλοι οι άλλοι συνοµιλούν κεντρόφυγα, εκείνη ιδρώνει (και χρυσοπληρώνει) να αναδείξει την Ελλάδα ως παράδειγµα κεντροµόλο;
ΕΜΠΛΟΥΤΙΖΟΥΝ...
Οι ελληνικές σπουδές βρίσκονται σε προνοµιακή θέση να πλουτίσουν τον διεθνή προβληµατισµό σχετικά µε την εθνική ιδεολογία
Ο Δ. Παπανικολάου είναι λέκτορας Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήµιο της Οξφόρδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου